σίλλου

σίλλου
σίλλος
squint-eyed
masc gen sg
σιλλόω
pres imperat act 2nd sg
σιλλόω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σίλλου — Σίλλος squint eyed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλκμέων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Αργείος. Γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αμφίλοχου. Σκότωσε τη μητέρα του εκτελώντας εντολή του πατέρα του, ο οποίος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, που ήξερε πως θα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”